ταράσσω

ταράσσω
ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α
1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία κάποιου (α. «μέ τάραξαν τα νέα που μού είπες» β. «εμούγκρισ', εταράχτηκε και σαν λιοντάρ' αγριεύγει», Ερωτόκρ.
γ. «μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῑ, ταράσσει», Αισχύλ.
δ. «ταράσσομαι φρένας», Σοφ.)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ταραγμένος, -η, -ο
(για πρόσ.) α) αναστατωμένος
β) οργισμένος, συγχυσμένος
μσν.
μτφ. φέρνω στην επιφάνεια («κι εἰς τ' ἄντερά μου σέβηκεν, καὶ τάραξεν τὴν πεῑναν», Πρόδρ.)
αρχ.
1. (για στρατό) προκαλώ αναστάτωση, προξενώ αταξία
2. ιατρ. (για ισχυρά καθαρτικά) επιφέρω ανωμαλία
3. (σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) συνταράσσω, προξενώ ταραχές («καὶ σὺ λαμβάνεις ἢν τὴν πόλιν ταράττῃς», Αριστοφ.)
4. κινώ, εγείρω («ὥς μου τὸν θῑνα ταράττεις», Αριστοφ.)
5. (στον Όμ. αμτβ. και συν. στον παρακμ.) τέτρηχα
βρίσκομαι σε κατάσταση ταραχής, σύγχυσης («τετρήχει δ' ἀγορή», Ομ. Ιλ.)
6. μτφ. α) διεγείρω, ξεσηκώνω («σὺ καὶ τόδε νεῑκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας», Σοφ.)
β) ανατρέπω («κριτήριον ταράσσω», Δημήτρ.)
γ) (για ρήτορα ή συγγραφέα) συγχέω («ταράττειν τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν», Γαλ.)
7. φρ. «ταράττομαι ἐπὶ τοῡ ἵππου» — σείομαι, ταλαντεύομαι πάνω στο άλογο (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ρίζα τού ρήματος είχε, προφανώς, δασέα σύμφωνα, *dhŗә2-gh-, από όπου η λ. ταραχή (με ανομοίωση τών δασέων), ενώ ο ενεστ. ταράσσω με ενεστ. επίθημα - θα μπορούσε να θεωρηθεί και μετονοματικό παράγωγο. Ο αρχ. τ. παρακμ. τέ-τρη-χα (με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο φωνήεν) οδήγησε στον σχηματισμό τού ενεστ. θράσσω (βλ. λ. θράσσω). Οι συνδέσεις τού ρ. τόσο με το επίθ. τραχύς όσο και με το ρ. τρέχω μάλλον πρέπει να αποκλειστούν. Στη Νέα Ελληνική το ρ. ταράζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἐτάραξα, κατά το σχήμα: ἔκραξα - κράζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταράσσω — stir pres subj act 1st sg ταράσσω stir pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράττετον — ταράσσω stir pres imperat act 2nd dual (attic) ταράσσω stir pres ind act 3rd dual (attic) ταράσσω stir pres ind act 2nd dual (attic) ταράσσετον , ταράσσω stir imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράξουσι — ταράσσω stir aor subj act 3rd pl (epic) ταράσσω stir fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ταράσσω stir fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράξουσιν — ταράσσω stir aor subj act 3rd pl (epic) ταράσσω stir fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ταράσσω stir fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράξω — ταράσσω stir aor subj act 1st sg ταράσσω stir fut ind act 1st sg ταράσσω stir aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράσσεσθε — ταράσσω stir pres imperat mp 2nd pl ταράσσω stir pres ind mp 2nd pl ταράσσω stir imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράσσετε — ταράσσω stir pres imperat act 2nd pl ταράσσω stir pres ind act 2nd pl ταράσσω stir imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράσσῃ — ταράσσω stir pres subj mp 2nd sg ταράσσω stir pres ind mp 2nd sg ταράσσω stir pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράττεσθε — ταράσσω stir pres imperat mp 2nd pl (attic) ταράσσω stir pres ind mp 2nd pl (attic) ταράσσεσθε , ταράσσω stir imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράττῃ — ταράσσω stir pres subj mp 2nd sg (attic) ταράσσω stir pres ind mp 2nd sg (attic) ταράσσω stir pres subj act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”